κραταιγύαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραταιγύαλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλά προσαρμοσμένα ημιθωράκια, [[ισχυρός]] («ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι θώρηκές τε κραταιγύαλοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> [[γύαλον]] «[[ημιθωράκιο]]»].
|mltxt=[[κραταιγύαλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλά προσαρμοσμένα ημιθωράκια, [[ισχυρός]] («ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι θώρηκές τε κραταιγύαλοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> [[γύαλον]] «[[ημιθωράκιο]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰταιγύᾰλος:''' -ον ([[γύαλον]]), αυτός που έχει ισχυρό θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταιγύᾰλος Medium diacritics: κραταιγύαλος Low diacritics: κραταιγύαλος Capitals: ΚΡΑΤΑΙΓΥΑΛΟΣ
Transliteration A: krataigýalos Transliteration B: krataigyalos Transliteration C: krataigyalos Beta Code: krataigu/alos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A with strong γύαλα, strongly arched, θώρηκες Il.19.361.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταιγύᾰλος: -ον, (ἴδε κραταιὸς) ἔχων ἰσχυρὰ γύαλα, (γύαλα δὲ τὰ κοιλώματα), ἰσχυρός, θώρηκες Ἰλ. Τ. 361.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux membres robustres, càd aux pièces fortement assujetties.
Étymologie: κράτος, γύαλον.

English (Autenrieth)

with strong breastplates, Il. 19.361†. (See cut No. 55.)

Greek Monolingual

κραταιγύαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλά προσαρμοσμένα ημιθωράκια, ισχυρός («ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι θώρηκές τε κραταιγύαλοι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + γύαλον «ημιθωράκιο»].

Greek Monotonic

κρᾰταιγύᾰλος: -ον (γύαλον), αυτός που έχει ισχυρό θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.