κούφισμα: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κούφισμα]]) [[κουφίζω]] (II)]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(βυζ. μουσ.) [[ένας]] από τους [[οκτώ]] [[ανιόντες]] έμφωνους χαρακτήρες του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ελάφρυνση]], [[ανακούφιση]] («τὸ γὰρ μή δι' αὐτὸν κακῶς πράττειν... οὐ μικρὸν [[εἶναι]] [[κούφισμα]] πρὸς τὰς τύχας», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=το (AM [[κούφισμα]]) [[κουφίζω]] (II)]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(βυζ. μουσ.) [[ένας]] από τους [[οκτώ]] [[ανιόντες]] έμφωνους χαρακτήρες του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ελάφρυνση]], [[ανακούφιση]] («τὸ γὰρ μή δι' αὐτὸν κακῶς πράττειν... οὐ μικρὸν [[εἶναι]] [[κούφισμα]] πρὸς τὰς τύχας», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κούφισμα:''' -ατος, τό = [[κούφισις]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κούφισμα Medium diacritics: κούφισμα Low diacritics: κούφισμα Capitals: ΚΟΥΦΙΣΜΑ
Transliteration A: koúphisma Transliteration B: kouphisma Transliteration C: koyfisma Beta Code: kou/fisma

English (LSJ)

ατος, τό, = foreg., E.Ph.848 (pl.), Plu.2.114c.

German (Pape)

[Seite 1497] τό, das Erleichtern, die Erleichterung, Unterstützung; χειρὸς θυραίας ἀμμένειν κουφίσματα Eur. Phoen. 855; – πρὸς τὰς τύχας, Trost, Plut. Consol. ad Apoll. p. 349.

Greek (Liddell-Scott)

κούφισμα: τό, = κούφισις, Εὐρ. Φοίν. 848. Πλούτ. 2. 114C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
allégement, soulagement.
Étymologie: κουφίζω.

Greek Monolingual

το (AM κούφισμα) κουφίζω (II)]
νεοελλ.-μσν.
(βυζ. μουσ.) ένας από τους οκτώ ανιόντες έμφωνους χαρακτήρες του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής
μσν.-αρχ.
ελάφρυνση, ανακούφιση («τὸ γὰρ μή δι' αὐτὸν κακῶς πράττειν... οὐ μικρὸν εἶναι κούφισμα πρὸς τὰς τύχας», Πλούτ.).

Greek Monotonic

κούφισμα: -ατος, τό = κούφισις, σε Ευρ.