Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυανόπρῳρος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
(Autenrieth)
(5)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=and κυανο-πρῴρειος (πρῴρᾶ): [[dark]]-prowed, [[dark]]-bowed, epith. of ships.
|auten=and κυανο-πρῴρειος (πρῴρᾶ): [[dark]]-prowed, [[dark]]-bowed, epith. of ships.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κυᾰνόπρῳρος:''' -ον ([[πρῷρα]]), με μελανή [[μπλε]] [[πλώρη]], μαυροπρώρος, λέγεται για πλοία, σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνόπρῳρος Medium diacritics: κυανόπρῳρος Low diacritics: κυανόπρωρος Capitals: ΚΥΑΝΟΠΡΩΡΟΣ
Transliteration A: kyanóprōiros Transliteration B: kyanoprōros Transliteration C: kyanoproros Beta Code: kuano/prw|ros

English (LSJ)

ον,

   A darkprowed, of ships, Il.15.693, 23.852, Od.9.482, 539: fem. κυανόπρῳρᾰ, B.16.1.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνόπρῳρος: -ον, ἔχων πρῷραν βαθέως κυανοῦ χρώματος, μελανόπρῳρος, ἐπὶ πλοίων τὸ τοῦ Οὐεργιλ. caeruleae naves), Ἰλ. Ο. 693., Ψ. 852, Ὀδ. Ι. 482, 539, κτλ.· πρβλ. κυανώπης.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la proue sombre.
Étymologie: κύανος, πρῷρα.

English (Autenrieth)

and κυανο-πρῴρειος (πρῴρᾶ): dark-prowed, dark-bowed, epith. of ships.

Greek Monotonic

κυᾰνόπρῳρος: -ον (πρῷρα), με μελανή μπλε πλώρη, μαυροπρώρος, λέγεται για πλοία, σε Όμηρ.