κυανόπρῳρος: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
(Autenrieth) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=and κυανο-πρῴρειος (πρῴρᾶ): [[dark]]-prowed, [[dark]]-bowed, epith. of ships. | |auten=and κυανο-πρῴρειος (πρῴρᾶ): [[dark]]-prowed, [[dark]]-bowed, epith. of ships. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κυᾰνόπρῳρος:''' -ον ([[πρῷρα]]), με μελανή [[μπλε]] [[πλώρη]], μαυροπρώρος, λέγεται για πλοία, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A darkprowed, of ships, Il.15.693, 23.852, Od.9.482, 539: fem. κυανόπρῳρᾰ, B.16.1.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνόπρῳρος: -ον, ἔχων πρῷραν βαθέως κυανοῦ χρώματος, μελανόπρῳρος, ἐπὶ πλοίων τὸ τοῦ Οὐεργιλ. caeruleae naves), Ἰλ. Ο. 693., Ψ. 852, Ὀδ. Ι. 482, 539, κτλ.· πρβλ. κυανώπης.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la proue sombre.
Étymologie: κύανος, πρῷρα.
English (Autenrieth)
and κυανο-πρῴρειος (πρῴρᾶ): dark-prowed, dark-bowed, epith. of ships.
Greek Monotonic
κυᾰνόπρῳρος: -ον (πρῷρα), με μελανή μπλε πλώρη, μαυροπρώρος, λέγεται για πλοία, σε Όμηρ.