Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυανωπός: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κυανωπός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που το [[χρώμα]] του αποκλίνει [[προς]] το κυανό<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φαίνεται [[μαύρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυανός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i>].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κυανωπός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που το [[χρώμα]] του αποκλίνει [[προς]] το κυανό<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φαίνεται [[μαύρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυανός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κυᾰνωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει σκοτεινή όψη, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:02, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνωπός Medium diacritics: κυανωπός Low diacritics: κυανωπός Capitals: ΚΥΑΝΩΠΟΣ
Transliteration A: kyanōpós Transliteration B: kyanōpos Transliteration C: kyanopos Beta Code: kuanwpo/s

English (LSJ)

όν,

   A dark of aspect, σέλας Trag.Adesp.541.3, cf. Androm. ap. Gal.14.41; σύσις AP4.3b.36 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1522] dasselbe, u. übh. von schwarzem Ansehn, p. bei Stob. fl. 64, 31.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνωπός: -όν, «μαυρειδερός», Τραγ. παρὰ Στοβ. 403. 3, Ἀνδρόμαχ. παρὰ Γαλην. 12. 871, Ἀνθ. Π. 4. 3, 82.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
d’aspect sombre.
Étymologie: κύανος, ὤψ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κυανωπός, -όν)
νεοελλ.
αυτός που το χρώμα του αποκλίνει προς το κυανό
αρχ.
αυτός που φαίνεται μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + -ωπός].

Greek Monotonic

κυᾰνωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει σκοτεινή όψη, σε Ανθ.