λεπτοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[σύνθετα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>leptosyne</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>leptosyne</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λεπτοσύνη]])].———————— <b>(II)</b><br />[[λεπτοσύνη]], ἡ (ΑM) [[λεπτός]]<br />[[λεπτότητα]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[σύνθετα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>leptosyne</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>leptosyne</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λεπτοσύνη]])].———————— <b>(II)</b><br />[[λεπτοσύνη]], ἡ (ΑM) [[λεπτός]]<br />[[λεπτότητα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λεπτοσύνη:''' ἡ, = [[λεπτότης]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = λεπτότης, AP11.110 (Nicarch.).
German (Pape)
[Seite 31] ἡ, poet. = λεπτότης, Nicarch. 16 (XI, 110).
Greek (Liddell-Scott)
λεπτοσύνη: ἡ = λεπτότης, Ἀνθ. Π. 11. 110.
Greek Monolingual
(I)
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σύνθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptosyne < νεολατ. leptosyne (< λεπτοσύνη)].———————— (II)
λεπτοσύνη, ἡ (ΑM) λεπτός
λεπτότητα.
Greek Monotonic
λεπτοσύνη: ἡ, = λεπτότης, σε Ανθ.