λεπύριον: Difference between revisions
Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λεπύριον]], τὸ (Α) [[λέπυρον]]<br /><b>1.</b> [[λεπτός]] [[φλοιός]], λεπτή [[φλούδα]]<br /><b>2.</b> [[κέλυφος]] («ᾠοῡ ὠμοῡ τὸ ἔξω [[λεπύριον]]», Ιπποκρ.). | |mltxt=[[λεπύριον]], τὸ (Α) [[λέπυρον]]<br /><b>1.</b> [[λεπτός]] [[φλοιός]], λεπτή [[φλούδα]]<br /><b>2.</b> [[κέλυφος]] («ᾠοῡ ὠμοῡ τὸ ἔξω [[λεπύριον]]», Ιπποκρ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λεπύριον:''' [ῡ], τό, υποκορ. του [[λέπυρον]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A small husk, thin peel, etc., Hp.Nat.Puer.22, Arist.HA546b20, Theoc.5.95; egg-shell, Hp.Nat.Puer.13.
German (Pape)
[Seite 32] τό, dim. von λέπυρον, kleine Hülfe, Theocr. 5, 95; Schale, Arist. H. A. 5, 15; von Eierschalen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
λεπύριον: [ῡ], τό, ὑποκορ. τοῦ λέπυρον, μικρὸς φλοιός, λεπτὸς φλοιός, «τσῶφλι», κτλ., Ἱππ. 242. 27, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 2, Θεόκρ. 5. 95.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite enveloppe de fruit :
1 petite cosse;
2 petite écale;
3 petite coque (d’œuf).
Étymologie: λέπυρον.
Greek Monolingual
λεπύριον, τὸ (Α) λέπυρον
1. λεπτός φλοιός, λεπτή φλούδα
2. κέλυφος («ᾠοῡ ὠμοῡ τὸ ἔξω λεπύριον», Ιπποκρ.).
Greek Monotonic
λεπύριον: [ῡ], τό, υποκορ. του λέπυρον, σε Θεόκρ.