λιθοεργός: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιθοεργός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταβάλλει [[κάτι]] σε λίθο<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[λιθοεργός]]<br />ο [[λιθοξόος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)-. <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγαθο</i>-<i>εργός</i>].
|mltxt=[[λιθοεργός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταβάλλει [[κάτι]] σε λίθο<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[λιθοεργός]]<br />ο [[λιθοξόος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)-. <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγαθο</i>-<i>εργός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐθοεργός:''' -όν ([[ἔργω]]), αυτός που μεταβάλλεται σε [[πέτρα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοεργός Medium diacritics: λιθοεργός Low diacritics: λιθοεργός Capitals: ΛΙΘΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: lithoergós Transliteration B: lithoergos Transliteration C: lithoergos Beta Code: liqoergo/s

English (LSJ)

όν,

   A turning to stone, Γοργώ AP6.126 (Diosc.).    II Subst., stonemason, Man.1.77.

German (Pape)

[Seite 45] dasselbe, Γοργώ, Diosc. 14 (VI, 126); der Steinarbeiter, Man. 1, 77.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοεργός: -όν, μεταβάλλων εἰς λίθον, Γοργὼ Ἀνθ. Π. 6. 126. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐργαζόμενος τοὺς λίθους, πελεκητής, λιθοξόος, Μανέθων 1. 77.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui travaille la pierre;
2 qui pétrifie.
Étymologie: λίθος, ἔργον.

Greek Monolingual

λιθοεργός, -όν (Α)
1. αυτός που μεταβάλλει κάτι σε λίθο
2. το αρσ. ως ουσ. ό λιθοεργός
ο λιθοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-. + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο-εργός].

Greek Monotonic

λῐθοεργός: -όν (ἔργω), αυτός που μεταβάλλεται σε πέτρα, σε Ανθ.