μαργοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(24) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μαργοσύνη]], ἡ (Α) [[μάργος]]<br /><b>1.</b> [[λαιμαργία]] (τῇ θ' ὑπὸ τὴν μακρὰν [[γαστέρα]] μαργοσύνῃ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ακολασία]], [[ασέλγεια]], αισχρή [[επιθυμία]]. | |mltxt=[[μαργοσύνη]], ἡ (Α) [[μάργος]]<br /><b>1.</b> [[λαιμαργία]] (τῇ θ' ὑπὸ τὴν μακρὰν [[γαστέρα]] μαργοσύνῃ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ακολασία]], [[ασέλγεια]], αισχρή [[επιθυμία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μαργοσύνη:''' ἡ, το επόμ., σε Θέογν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A gluttony, Anacr.87, Luc.Epigr.2.10. II lust, wantonness, Thgn. 1271 (pl.), A.R.3.797, al.
Greek (Liddell-Scott)
μαργοσύνη: τῷ ἑπομ., Ἀνακρ. 87, Θέογν. 1271.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
dérèglement, débauche.
Étymologie: μάργος.
Greek Monolingual
μαργοσύνη, ἡ (Α) μάργος
1. λαιμαργία (τῇ θ' ὑπὸ τὴν μακρὰν γαστέρα μαργοσύνῃ», Λουκιαν.)
2. ακολασία, ασέλγεια, αισχρή επιθυμία.
Greek Monotonic
μαργοσύνη: ἡ, το επόμ., σε Θέογν.