Μαύσωλος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(Bailly1_3)
(5)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Mausole, <i>roi de Carie, époux d’Artémise</i>.
|btext=ου (ὁ) :<br />Mausole, <i>roi de Carie, époux d’Artémise</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Μαύσωλος:''' ὁ, [[βασιλιάς]] της Αλικαρνασσού, [[σύζυγος]] της Αρτεμισίας, σε Ηρόδ.· Μαυσωλεῖον, <i>τό</i>, ο [[τάφος]] του στην Αλικαρνασσό, και ως προσηγορικό, [[μαυσωλείο]], [[μεγαλοπρεπής]] [[τάφος]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Μαύσωλος: ὁ, βασιλεὺς τῆς Ἁλικαρνασσοῦ, ἀνὴρ τῆς Ἀρτεμισίας, Ἡρόδ. 5. 118· (ἕτερός τις μεταγενεστέρων χρόνων, Ξεν. Ἀγησ. 2. 26, Δημ. κτλ.)· - Μαυσώλειον, τό, ὁ ἐν Ἁλικαρνασσῷ μεγαλοπρεπὴς αὐτοῦ τάφος, οὗ τὰ λείψανα μετακομίσθησαν εἰς Ἀγγλίαν πρό τινων ἐτῶν καὶ ἐτέθησαν ἐν τῷ Βρετ. Μουσείῳ, Πλίν. 36. 4, 9, ὅρα Newton Halic. 2. σελ. 72 κἑξ.· ἐντεῦθεν ὡς προσηγορικόν, μαυσώλειον, μνημεῖον, Στράβ. 236· περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λ. Μαυσώλειον, ἴδε Ἡρῳδιαν. σ. 375, 14.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Mausole, roi de Carie, époux d’Artémise.

Greek Monotonic

Μαύσωλος: ὁ, βασιλιάς της Αλικαρνασσού, σύζυγος της Αρτεμισίας, σε Ηρόδ.· Μαυσωλεῖον, τό, ο τάφος του στην Αλικαρνασσό, και ως προσηγορικό, μαυσωλείο, μεγαλοπρεπής τάφος, σε Στράβ.