μηλόσπορος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηλόσπορος]], -ον (Α)<br />φυτεμένος με μηλιές ή άλλα οπωροφόρα δένδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>σπορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπόρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σιτό</i>-<i>σπορος</i>].
|mltxt=[[μηλόσπορος]], -ον (Α)<br />φυτεμένος με μηλιές ή άλλα οπωροφόρα δένδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>σπορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπόρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σιτό</i>-<i>σπορος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μηλόσπορος:''' -ον ([[σπείρω]]), αυτός που έχει σπαρεί με οπωροφόρα δέντρα, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:17, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλόσπορος Medium diacritics: μηλόσπορος Low diacritics: μηλόσπορος Capitals: ΜΗΛΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: mēlósporos Transliteration B: mēlosporos Transliteration C: milosporos Beta Code: mhlo/sporos

English (LSJ)

ον,

   A set with fruit-trees, ἀκτά E.Hipp. 742 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 173] mit Apfelbäumen bepflanzt, Ἑσπερίδων ἀκτά, Eur. Hipp. 742.

Greek (Liddell-Scott)

μηλόσπορος: -ον, πεφυτευμένος μὲ μηλέας ἢ ὀπωροφόρα δένδρα, Εὐρ. Ἱππ. 742.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
planté de pommiers.
Étymologie: μῆλον², σπείρω.

Greek Monolingual

μηλόσπορος, -ον (Α)
φυτεμένος με μηλιές ή άλλα οπωροφόρα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -σπορος (< σπόρος), πρβλ. σιτό-σπορος].

Greek Monotonic

μηλόσπορος: -ον (σπείρω), αυτός που έχει σπαρεί με οπωροφόρα δέντρα, σε Ευρ.