λυσσομανής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[λυσσομανής]], -ές)<br />[[μανιώδης]], [[λυσσώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i>]. | |mltxt=-ές (Α [[λυσσομανής]], -ές)<br />[[μανιώδης]], [[λυσσώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λυσσομᾰνής:''' -ές ([[μαίνομαι]]), αυτός που έχει μανιώδη, λυσσώδη [[ορμή]], [[λυσσασμένος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A raving mad, AP11.232 (Call. Arg.); πλόκαμοι ib.6.219 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
λυσσομᾰνής: -ές, ὁ λυσσηδὸν μαινόμενος, Ἀνθ. Π. 11. 232· πλόκαμοι αὐτόθι 6. 219.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 enragé, furieux;
2 qui appartient à une personne furieuse.
Étymologie: λύσσα, μαίνομαι.
Greek Monolingual
-ές (Α λυσσομανής, -ές)
μανιώδης, λυσσώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -μανής].
Greek Monotonic
λυσσομᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που έχει μανιώδη, λυσσώδη ορμή, λυσσασμένος, σε Ανθ.