μητροκασιγνήτη: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
(25) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μητροκασιγνήτη]], δωρ. τ. ματροκασιγνήτη, ἡ (Α)<br />[[αδελφή]] από τη [[μητέρα]] («ὦ μοῑραι ματροκασιγνῆται», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[κασιγνήτη]] «[[αδερφή]]»]. | |mltxt=[[μητροκασιγνήτη]], δωρ. τ. ματροκασιγνήτη, ἡ (Α)<br />[[αδελφή]] από τη [[μητέρα]] («ὦ μοῑραι ματροκασιγνῆται», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[κασιγνήτη]] «[[αδερφή]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μητροκᾰσιγνήτη:''' ἡ, [[αδελφή]] από την [[ίδια]] [[μητέρα]], Λατ. [[soror]] uterina, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. ματρο-, ἡ,
A = κασιγνήτη ὁμομητρία, uterine sister, A.Eu.962.
German (Pape)
[Seite 179] ἡ, die Mutterschwester, Base, Aesch. Eum. 920 in dor. Form ματροκ.
Greek (Liddell-Scott)
μητροκᾰσιγνήτη: ἡ, = κασιγνήτη ὁμομητρία, ἀδελφὴ ἐκ τῆς αὐτῆς μητρός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 692· - διότι αἱ Μοῖραι καὶ αἱ Ἐρινύες ἐγεννήθησαν ἐκ τῆς αὐτῆς μητρός, τῆς Νυκτός, Ἡσ. Θ. 217.
Greek Monolingual
μητροκασιγνήτη, δωρ. τ. ματροκασιγνήτη, ἡ (Α)
αδελφή από τη μητέρα («ὦ μοῑραι ματροκασιγνῆται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κασιγνήτη «αδερφή»].
Greek Monotonic
μητροκᾰσιγνήτη: ἡ, αδελφή από την ίδια μητέρα, Λατ. soror uterina, σε Αισχύλ.