μιξοφρύγιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μιξοφρύγιος]] και μειξοφρύγιος, -ον (Α)<br />(για διάλεκτο) αυτή που περιέχει φρυγικά στοιχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]]/ [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[φρύγιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Φρυγία</i>)].
|mltxt=[[μιξοφρύγιος]] και μειξοφρύγιος, -ον (Α)<br />(για διάλεκτο) αυτή που περιέχει φρυγικά στοιχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]]/ [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[φρύγιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Φρυγία</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μιξοφρύγιος:''' [ῠ], -ον, κατά το ήμισυ [[φρυγικός]], ως προς τη διάλεκτο ή τη [[μουσική]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξοφρύγιος Medium diacritics: μιξοφρύγιος Low diacritics: μιξοφρύγιος Capitals: ΜΙΞΟΦΡΥΓΙΟΣ
Transliteration A: mixophrýgios Transliteration B: mixophrygios Transliteration C: miksofrygios Beta Code: micofru/gios

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A half-Phrygian, of dialect, Xanth.8; πολίχναι Str.13.4.13.

German (Pape)

[Seite 189] gemischt-, halb phrygisch, Strab. XII, 572.

Greek (Liddell-Scott)

μιξοφρύγιος: [ῠ], -ον κατὰ τὸ ἥμισυ Φρύγιος, ἐπὶ τῆς φρυγικῆς διαλέκτου, ἴδε μιξολύδιος. - Ἐπὶ ἁρμονίας, μιξοφρύγιος ἁρμονία Κλήμ. Ἀλ. Ι, 789Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié phrygien.
Étymologie: μίγνυμι, Φρυγία.

Greek Monolingual

μιξοφρύγιος και μειξοφρύγιος, -ον (Α)
(για διάλεκτο) αυτή που περιέχει φρυγικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- του μίγνυμι/ μείγνυμι + φρύγιος (< Φρυγία)].

Greek Monotonic

μιξοφρύγιος: [ῠ], -ον, κατά το ήμισυ φρυγικός, ως προς τη διάλεκτο ή τη μουσική, σε Στράβ.