μειρακιεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μειρακιεύομαι]] και [[μειρακεύομαι]] (Α) [[μειράκιον]]<br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]] σαν [[παιδί]], [[είμαι]] [[ντροπαλός]] ή [[ναζιάρης]], [[παιδιαρίζω]] («οὐ μὴν ἀλλὰ κἀκείνην ἐπειρᾱτο προοπαίζων καὶ μειρακιευόμενος ἱλαρωτέραν ποιεῑν ὁ Ἀντώνιος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[έφηβος]], [[μεταβαίνω]] στην εφηβική [[ηλικία]].
|mltxt=[[μειρακιεύομαι]] και [[μειρακεύομαι]] (Α) [[μειράκιον]]<br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]] σαν [[παιδί]], [[είμαι]] [[ντροπαλός]] ή [[ναζιάρης]], [[παιδιαρίζω]] («οὐ μὴν ἀλλὰ κἀκείνην ἐπειρᾱτο προοπαίζων καὶ μειρακιευόμενος ἱλαρωτέραν ποιεῑν ὁ Ἀντώνιος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[έφηβος]], [[μεταβαίνω]] στην εφηβική [[ηλικία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μειρᾰκιεύομαι:''' αποθ., [[παριστάνω]] τον νεαρό, σε Πλούτ., Λουκ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειρᾰκῐεύομαι Medium diacritics: μειρακιεύομαι Low diacritics: μειρακιεύομαι Capitals: ΜΕΙΡΑΚΙΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: meirakieúomai Transliteration B: meirakieuomai Transliteration C: meirakieyomai Beta Code: meirakieu/omai

English (LSJ)

lit.

   A play the boy: hence, to be bashful, coquettish, Plu.Ant.10, Luc.DMort.27.9, etc.    II attain puberty, ἐς ἡλικίαν μ. Arr.An.4.13.1.

German (Pape)

[Seite 116] sich wie ein Knabe, muthwillig, kindisch betragen; Ath. XIII, 585 d; Strat. 77 (XII, 238); Plut. Ant. 10; Luc. D. Mort. 27, 9 u. a. Sp.; auch v. l. μειρακεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μειρᾰκιεύομαι: φέρομαι ὡς μειράκιον, «παιδιαρίζω», ἀποθετ., Λατ. adolescenturire, Πλουτ. Ἀντών. 10, Λουκ. Νεκρ. Διάλογ. 27. 9. κτλ.

French (Bailly abrégé)

se conduire en jeune homme, être pétulant.
Étymologie: μεῖραξ.

Greek Monolingual

μειρακιεύομαι και μειρακεύομαι (Α) μειράκιον
1. συμπεριφέρομαι σαν παιδί, είμαι ντροπαλός ή ναζιάρης, παιδιαρίζω («οὐ μὴν ἀλλὰ κἀκείνην ἐπειρᾱτο προοπαίζων καὶ μειρακιευόμενος ἱλαρωτέραν ποιεῑν ὁ Ἀντώνιος», Πλούτ.)
2. γίνομαι έφηβος, μεταβαίνω στην εφηβική ηλικία.

Greek Monotonic

μειρᾰκιεύομαι: αποθ., παριστάνω τον νεαρό, σε Πλούτ., Λουκ.