μετάπεμπτος: Difference between revisions
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετάπεμπτος]], -ον (Α) [[πεμπτός]]<br />[[εκείνος]] τον οποίο προσκάλεσε [[κάποιος]] να έλθει μέσω απεσταλμένου («παρῆσαν μετάμεμπτοι οἱ τῶν ἐθνέων τῶν σφετέρων τύραννοι», <b>Ηρόδ.</b>). | |mltxt=[[μετάπεμπτος]], -ον (Α) [[πεμπτός]]<br />[[εκείνος]] τον οποίο προσκάλεσε [[κάποιος]] να έλθει μέσω απεσταλμένου («παρῆσαν μετάμεμπτοι οἱ τῶν ἐθνέων τῶν σφετέρων τύραννοι», <b>Ηρόδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετάπεμπτος:''' -ον, αυτός που έχει αποσταλεί για κάποιο σκοπό, σε Ηρόδ., Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A sent for, Hdt.8.67, Th.6.29, X.An.1.4.3, Phld.Mus.p.86 K., etc.; μ. δικαστήρια, of the federal circuit-courts of the Lycian league, OGI 556.14 (i B. C.), IGRom.3.680.7 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 152] nach dem geschickt worden, herbeigeholt, vorgefordert; Her. 8, 67 Thuc. 6, 74 Xen. An. 1, 4, 3 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
μετάπεμπτος: -ον, ὃν μετεπέμψατό τις, ὁ προσκληθεὶς δι’ ἀπεσταλμένου, Ἡρόδ. 8. 67, Θουκ. 6. 29, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mandé.
Étymologie: adj. verb. de μεταπέμπω.
Greek Monolingual
μετάπεμπτος, -ον (Α) πεμπτός
εκείνος τον οποίο προσκάλεσε κάποιος να έλθει μέσω απεσταλμένου («παρῆσαν μετάμεμπτοι οἱ τῶν ἐθνέων τῶν σφετέρων τύραννοι», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
μετάπεμπτος: -ον, αυτός που έχει αποσταλεί για κάποιο σκοπό, σε Ηρόδ., Θουκ.