μικρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο<br />(Α [[μικρολόγος]] και [[σμικρολόγος]] -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλάει ή φροντίζει για ασήμαντα πράγματα<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει [[προσοχή]] σε ασήμαντες λεπτομέρειες, [[σχολαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φροντίζει για μικρές δαπάνες, [[φειδωλός]], [[τσιγγούνης]]<br /><b>2.</b> [[μικροπρεπής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικρολόγως</i> (Α)<br />με τρόπο που αρμόζει σε μικρολόγο, με ασημαντολογία, με [[σχολαστικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=-ο<br />(Α [[μικρολόγος]] και [[σμικρολόγος]] -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλάει ή φροντίζει για ασήμαντα πράγματα<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει [[προσοχή]] σε ασήμαντες λεπτομέρειες, [[σχολαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φροντίζει για μικρές δαπάνες, [[φειδωλός]], [[τσιγγούνης]]<br /><b>2.</b> [[μικροπρεπής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικρολόγως</i> (Α)<br />με τρόπο που αρμόζει σε μικρολόγο, με ασημαντολογία, με [[σχολαστικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῑκρολόγος:''' ή [[σμικρο]]-, αυτός που υπολογίζει και τα ασήμαντα πράγματα, απ' όπου,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που νοιάζεται [[ακόμη]] και για ασήμαντα έξοδα, τσιγκούνης, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που προβάλλει [[συνεχώς]] επιπόλαιες ενστάσεις για ασήμαντα ζητήματα, που διακατέχεται από αρνητισμό, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρολόγος Medium diacritics: μικρολόγος Low diacritics: μικρολόγος Capitals: ΜΙΚΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: mikrológos Transliteration B: mikrologos Transliteration C: mikrologos Beta Code: mikrolo/gos

English (LSJ)

or σμικρ-, ον,

   A counting trifles, careful about trifles; and so,    1 caring about petty expenses, penurious, D.59.36, Thphr. Char.10.1, Hyp.Fr.255, etc.; σὺ δὲ μ. ἄρ' οὐ θέλων καινὰς πρίασθαι (sc. ἐμβάδας) Men.109.4.    2 cavilling about trifles, captious, μ. καὶ μεμψίμοιρος Isoc.12.8; μ. καὶ μικρολύπους Plu. 2.171b; petty, Pl.Smp.210d. Adv. -γως Plu.2.730b.

German (Pape)

[Seite 184] Kleinigkeiten sammelnd, der sich aus Kleinigkeiten Etwas macht, auf Kleinigkeiten achtet; ἀνελεύθεροι καὶ μικρολόγοι Μεγαρεῖς, Dem. 59, 36; dem σεμνός entgeggstzt, Plut. ad. et am. discr. 38 u. öfter; καὶ μεμψίμοιρον, δυσάρεστον, vom Alter, das auf Kleinigkeiten ein großes Gewicht legt, peinlich, mürrisch, Isocr. 12, 8, wie Luc. Prom. 17; καὶ ὀργίλος καὶ φιλόνεικος, Hermot. 80; oes. kleinlich, schmutzig geizig, Luc. u. a. Sp., wie Hdn. 2, 3, 22; Ath. I, 3 d, wo es der μεγαλοψυχία entgeggstzt ist; – μικρολόγως ἐγκαλεῖν, Plut. Symp. 8, 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρολόγος: ἢ σμικρ-, ον, (ἴδε μικρός)· ― ὁ συλλέγων μηδαμινὰ πράγματα, περὶ μηδαμινῶν φροντίζων· ἑπομένως, Ι. ὁ φροντίζων περὶ μικρῶν δαπανῶν, φειδωλός, γλίσχρος, Δημ. 1357. 9, κτλ.· σὺ δὲ μ. ἄρ’ οὐ θέλων καινὰς πρίασθαι (δηλ. ἐμβάδας) Μένανδρ. ἐν «Δεισ.» 2. 2) ὁ προσέχων εἰς μικρὰς καὶ ἀναξίας λόγου λεπτομερείας, φιλόνεικος, Ἰσοκρ. 234C· μ. καὶ μικρολύπους Πλούτ. 2. 171Β· μικροπρεπής, Πλάτ. Συμπ. 210D· ― Ἐπίρρ. -γως, Πλούτ. 2. 730Β.

French (Bailly abrégé)

ou σμικρολόγος;
ος, ον :
1 minutieux, pointilleux, chicaneur;
2 mesquin, qui a un petit esprit ou un petit caractère.
Étymologie: μικρός, λόγος.

Greek Monolingual

-ο
μικρολόγος και σμικρολόγος -ον)
1. αυτός που μιλάει ή φροντίζει για ασήμαντα πράγματα
2. αυτός που δίνει προσοχή σε ασήμαντες λεπτομέρειες, σχολαστικός
αρχ.
1. αυτός που φροντίζει για μικρές δαπάνες, φειδωλός, τσιγγούνης
2. μικροπρεπής.
επίρρ...
μικρολόγως (Α)
με τρόπο που αρμόζει σε μικρολόγο, με ασημαντολογία, με σχολαστικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -λόγος].

Greek Monotonic

μῑκρολόγος: ή σμικρο-, αυτός που υπολογίζει και τα ασήμαντα πράγματα, απ' όπου,
1. αυτός που νοιάζεται ακόμη και για ασήμαντα έξοδα, τσιγκούνης, σε Δημ.
2. αυτός που προβάλλει συνεχώς επιπόλαιες ενστάσεις για ασήμαντα ζητήματα, που διακατέχεται από αρνητισμό, σε Πλάτ.