νεόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεόδρομος]], -ον (Α)<br />αυτός που πρόσφατα έφυγε [[τρεχάτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ιππό</i>-<i>δρομος</i>)].
|mltxt=[[νεόδρομος]], -ον (Α)<br />αυτός που πρόσφατα έφυγε [[τρεχάτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ιππό</i>-<i>δρομος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεόδρομος:''' -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που [[μόλις]] έφυγε, σε Βάβρ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόδρομος Medium diacritics: νεόδρομος Low diacritics: νεόδρομος Capitals: ΝΕΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: neódromos Transliteration B: neodromos Transliteration C: neodromos Beta Code: neo/dromos

English (LSJ)

ον,

   A just having run, νεοδρόμῳ λαβὼν θήρῃ, i.e. νεοθήρευτον λαβών, Babr.106.15.

German (Pape)

[Seite 241] θήρη, Bahr. 106, 15, jüngst gelaufen.

Greek (Liddell-Scott)

νεόδρομος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ δραμών, νεοδρόμῳ λαβὼν θήρῃ, ὅ ἐστι νεοθήρευτον λαβών, Βαβρ. 106. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on a couru récemment : νεόδρομος θήρη BABR chasse récemment courue, toute récente.
Étymologie: νέος, δραμεῖν.

Greek Monolingual

νεόδρομος, -ον (Α)
αυτός που πρόσφατα έφυγε τρεχάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + δρόμος (πρβλ. ιππό-δρομος)].

Greek Monotonic

νεόδρομος: -ον (δραμεῖν), αυτός που μόλις έφυγε, σε Βάβρ.