Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νιφοστιβής: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νιφοστιβής]], -ές (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για [[τόπο]] ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει [[κανείς]] σε [[χιόνι]], χιονοβάδιστος, [[γεμάτος]] χιόνια («τοῡτο μὲν νιφοστιβεῑς χειμῶνες ἐκχωροῡσιν εὐκάρπῳ θέρει», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίφα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στίβος]]), <b>πρβλ.</b> <i>χιονο</i>-<i>στιβής</i>].
|mltxt=[[νιφοστιβής]], -ές (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για [[τόπο]] ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει [[κανείς]] σε [[χιόνι]], χιονοβάδιστος, [[γεμάτος]] χιόνια («τοῡτο μὲν νιφοστιβεῑς χειμῶνες ἐκχωροῡσιν εὐκάρπῳ θέρει», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίφα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στίβος]]), <b>πρβλ.</b> <i>χιονο</i>-<i>στιβής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νῐφοστῐβής:''' -ές ([[στείβω]]), [[γεμάτος]] με χιόνια, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῐφοστῐβής Medium diacritics: νιφοστιβής Low diacritics: νιφοστιβής Capitals: ΝΙΦΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: niphostibḗs Transliteration B: niphostibēs Transliteration C: nifostivis Beta Code: nifostibh/s

English (LSJ)

ές,

   A piled with snow, νιφοστιβεῖς χειμῶνες S.Aj.670.

Greek (Liddell-Scott)

νῐφοστῐβής: -ές, πλήρης χιόνων, νιφοστιβεῖς χειμῶνες, Σοφ. Αἴ. 670· πρβλ. ἡλιοστιβής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
où l’on foule la neige sous les pieds.
Étymologie: *νίψ, στείβω.

Greek Monolingual

νιφοστιβής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) (για τόπο ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει κανείς σε χιόνι, χιονοβάδιστος, γεμάτος χιόνια («τοῡτο μὲν νιφοστιβεῑς χειμῶνες ἐκχωροῡσιν εὐκάρπῳ θέρει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + -στιβής (< στίβος), πρβλ. χιονο-στιβής].

Greek Monotonic

νῐφοστῐβής: -ές (στείβω), γεμάτος με χιόνια, σε Σοφ.