νύχευμα: Difference between revisions
From LSJ
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νύχευμα]], τὸ (Α) [[νυχεύω]]<br />[[διανυκτέρευση]], αγρύπνια. | |mltxt=[[νύχευμα]], τὸ (Α) [[νυχεύω]]<br />[[διανυκτέρευση]], αγρύπνια. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νύχευμα:''' [ῠ], -ατος, τό, νυχτερινή [[σκοπιά]], Λατ. [[pervigilium]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A nightly watch, ποῦ νυχευμάτων χάρις; E.Supp.1136 (lyr., dub. l.).
German (Pape)
[Seite 271] τό, das Nachtwachen, Durchwachen, Eur. Suppl. 1135.
Greek (Liddell-Scott)
νύχευμα: [ῠ], τό, νυκτερινὴ φυλακή, νυχεία, Λατ. pervigilium, ποῦ νυχευμάτων χάρις; Εὐρ. Ἱκέτ. 1136.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
veille, veillée.
Étymologie: νυχεύω.
Greek Monolingual
νύχευμα, τὸ (Α) νυχεύω
διανυκτέρευση, αγρύπνια.
Greek Monotonic
νύχευμα: [ῠ], -ατος, τό, νυχτερινή σκοπιά, Λατ. pervigilium, σε Ευρ.