νιφετώδης: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νιφετώδης]], -ῶδες (Α) [[νιφετός]]<br />αυτός που μοιάζει με νιφετό ή ο [[γεμάτος]] [[χιόνι]], [[χιονώδης]] («ἔπομβροι δ' εἰσὶ οἱ ἀέρες μᾱλλον ἢ νιφετώδεις», <b>Στράβ.</b>).
|mltxt=[[νιφετώδης]], -ῶδες (Α) [[νιφετός]]<br />αυτός που μοιάζει με νιφετό ή ο [[γεμάτος]] [[χιόνι]], [[χιονώδης]] («ἔπομβροι δ' εἰσὶ οἱ ἀέρες μᾱλλον ἢ νιφετώδεις», <b>Στράβ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''νῐφετώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[χιόνι]] ή [[χιονοθύελλα]], [[χιονώδης]], σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῐφετώδης Medium diacritics: νιφετώδης Low diacritics: νιφετώδης Capitals: ΝΙΦΕΤΩΔΗΣ
Transliteration A: niphetṓdēs Transliteration B: niphetōdēs Transliteration C: nifetodis Beta Code: nifetw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A snowy, [ἄνεμος] Arist. Mete.364b21; ἡμέρα, νύξ, Plb.3.72.3, Plu.Crass.10; ἀέρες Str.4.5.2.

Greek (Liddell-Scott)

νῐφετώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς νιφετόν, χιονώδης, «χιονιᾶς», ἄνεμος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 20, πρβλ. Πολύβ. 3. 72, 3, Πλουτ. Κράσσ. 10.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
neigeux.
Étymologie: νιφετός, -ώδης.

Greek Monolingual

νιφετώδης, -ῶδες (Α) νιφετός
αυτός που μοιάζει με νιφετό ή ο γεμάτος χιόνι, χιονώδης («ἔπομβροι δ' εἰσὶ οἱ ἀέρες μᾱλλον ἢ νιφετώδεις», Στράβ.).

Greek Monotonic

νῐφετώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με χιόνι ή χιονοθύελλα, χιονώδης, σε Πολύβ.