Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξύλωσις: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />construction en bois, boiserie, charpente.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]].
|btext=εως (ἡ) :<br />construction en bois, boiserie, charpente.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξύλωσις:''' ἡ, ξύλινο [[μέρος]] σπιτιού, ο [[ξύλινος]] [[σκελετός]] του, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλωσις Medium diacritics: ξύλωσις Low diacritics: ξύλωσις Capitals: ΞΥΛΩΣΙΣ
Transliteration A: xýlōsis Transliteration B: xylōsis Transliteration C: ksylosis Beta Code: cu/lwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A wood-work of a building, ἡ ξ. τῶν οἰκιῶν Th.2.14 ; στοιῆς Milet.3.32 (iii B.C.), J.AJ3.6.5.

German (Pape)

[Seite 282] ἡ, der hölzerne Theil des Hauses, das Balkenwerk, τῶν οἰκιῶν καθαιροῦντες τὴν ξύλωσιν, Thuc. 2, 14, vgl. 4, 48.

Greek (Liddell-Scott)

ξύλωσις: ἡ, τὸ ξύλινον μέρος τῆς οἰκίας, ὁ ἐκ ξύλων σκελετὸς αὐτῆς, ἡ ξυλικὴ αὐτῆς, ἡ ξ. τῶν οἰκιῶν Θουκ. 2. 14, πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5. ΙΙ. ἡ εἰς ξύλον μεταβολή, Ἰω. Δαμασκ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Mig. τ. 95, σ. 413.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
construction en bois, boiserie, charpente.
Étymologie: ξύλον.

Greek Monotonic

ξύλωσις: ἡ, ξύλινο μέρος σπιτιού, ο ξύλινος σκελετός του, σε Θουκ.