Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οἰκήτωρ: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκήτωρ]], -ορος, ὁ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] («χθονός τῆσδ' εὐμενοῡς οἰκήτορας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άποικος]] («ἐξέπεμψαν [[ὕστερον]] οὐ πολλῷ εἰς αὐτὴν τοὺς οἰκήτορας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «Ἅιδου οἰκήτορες» — οι νεκροί<br />β) «[[οἰκήτωρ]] θεοῡ» — [[κάτοικος]] ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οἰκῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κοσμή</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=[[οἰκήτωρ]], -ορος, ὁ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] («χθονός τῆσδ' εὐμενοῡς οἰκήτορας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άποικος]] («ἐξέπεμψαν [[ὕστερον]] οὐ πολλῷ εἰς αὐτὴν τοὺς οἰκήτορας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «Ἅιδου οἰκήτορες» — οι νεκροί<br />β) «[[οἰκήτωρ]] θεοῡ» — [[κάτοικος]] ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οἰκῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κοσμή</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκήτωρ:''' -ορος, ὁ ([[οἰκέω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[κάτοικος]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>οἰκητὸς θεοῦ</i>, αυτός που κατοικεί στον ναό, σε Ευρ.· <i>Ἅιδου οἰκ</i>., λέγεται για νεκρούς, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[άποικος]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκήτωρ Medium diacritics: οἰκήτωρ Low diacritics: οικήτωρ Capitals: ΟΙΚΗΤΩΡ
Transliteration A: oikḗtōr Transliteration B: oikētōr Transliteration C: oikitor Beta Code: oi)kh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A inhabitant, A.Pr. 353, Hdt.2.103, 4.9,34, 7.153, Th.1.2, Antiph.91, etc. ; οἰ. θεοῦ, i. e. dwelling in the temple, E.Andr.1089 ; Ἅιδου οἰ., of one dead, S.Tr. 282, cf. Aj.396 (lyr.), 517.    2 colonist, Th.2.27, 3.92, Plb.3.100.4.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκήτωρ: -ορος, ὁ, κάτοικος, Ἡρόδ. 2. 103., 4. 9, 34., 7. 153, Αἰσχύλ. Πρ. 351, Θουκ. 1. 2, κτλ.· οἰκ. θεοῦ, δηλ. κατοικῶν ἐν τῷ ναῷ, Εὐρ. Ἀνδρ. 1089· Ἅιδου οἰκ., ἐπὶ ἀνθρώπου τεθνεῶτος, Σοφ. Τρ. 282, πρβλ. Αἴ. 396, 517. 2) ἄποικος, Θουκ. 2. 27., 3. 92.

French (Bailly abrégé)

ήτορος (ὁ) :
1 habitant;
2 qui colonise, colon.
Étymologie: οἰκέω.

Spanish

habitante

Greek Monolingual

οἰκήτωρ, -ορος, ὁ (ΑΜ)
1. κάτοικος («χθονός τῆσδ' εὐμενοῡς οἰκήτορας», Σοφ.)
2. άποικος («ἐξέπεμψαν ὕστερον οὐ πολλῷ εἰς αὐτὴν τοὺς οἰκήτορας», Θουκ.)
3. φρ. α) «Ἅιδου οἰκήτορες» — οι νεκροί
β) «οἰκήτωρ θεοῡ» — κάτοικος ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ)].

Greek Monotonic

οἰκήτωρ: -ορος, ὁ (οἰκέω),·
1. κάτοικος, σε Ηρόδ., Αττ.· οἰκητὸς θεοῦ, αυτός που κατοικεί στον ναό, σε Ευρ.· Ἅιδου οἰκ., λέγεται για νεκρούς, σε Σοφ.
2. άποικος, σε Θουκ.