ὀλιγηπελία: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγηπελία]], ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. ὀλιγηπελίη) [[ολιγηπελής]]<br />[[αδυναμία]], [[ατονία]], [[λιποθυμία]].
|mltxt=[[ὀλιγηπελία]], ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. ὀλιγηπελίη) [[ολιγηπελής]]<br />[[αδυναμία]], [[ατονία]], [[λιποθυμία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγηπελία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[αδυναμία]], [[εξασθένηση]], [[λιποψυχία]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγηπελία Medium diacritics: ὀλιγηπελία Low diacritics: ολιγηπελία Capitals: ΟΛΙΓΗΠΕΛΙΑ
Transliteration A: oligēpelía Transliteration B: oligēpelia Transliteration C: oligipelia Beta Code: o)lighpeli/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A weakness, faintness, Od.5.468 ; cf. εὐηπελία, κακηπελία.

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, die Ohnmacht, Od. 5, 468.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγηπελία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀδυναμία, λιποψυχία, Ὀδ. Ε. 468· πρβλ. εὐηπελία, κακηπελία.

Greek Monolingual

ὀλιγηπελία, ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. ὀλιγηπελίη) ολιγηπελής
αδυναμία, ατονία, λιποθυμία.

Greek Monotonic

ὀλῐγηπελία: Ιων. -ίη, ἡ, αδυναμία, εξασθένηση, λιποψυχία, σε Ομήρ. Οδ.