ξενοφόνος: Difference between revisions
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξενοφόνος]], ιων. τ. [[ξεινοφόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φονεύει τους ξένους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ξενοφόνοι τιμαί» — τιμές που αποδίδονταν σε όσους φόνευαν ξένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ξεῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]]), <b>πρβλ.</b> [[θηρο]]-[[φόνος]]. | |mltxt=[[ξενοφόνος]], ιων. τ. [[ξεινοφόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φονεύει τους ξένους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ξενοφόνοι τιμαί» — τιμές που αποδίδονταν σε όσους φόνευαν ξένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ξεῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]]), <b>πρβλ.</b> [[θηρο]]-[[φόνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ξενοφόνος:''' -ον (*[[φένω]]), αυτός που φονεύει ξένους, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. ξεινο-, ον,
A murdering strangers, ἄνδρες Pl.Ep.336d ; μάχαιρα Nonn.D.9.41. II ξ. τιμαί honour paid to inurderers of strangers, E.IT776.
German (Pape)
[Seite 278] Gastfreunde od. Fremde mordend, Plat. ep. VII, 336 d; ep. ξεινοφόνος, Nonn. D. 9, 41.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοφόνος: -ον, ὁ φονεύων τοὺς ξένους, Εὐρ. Ι. Τ. 776, Πλάτ. Ἐπιστ. 336D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue des étrangers.
Étymologie: ξένος, πεφνεῖν.
Greek Monolingual
ξενοφόνος, ιων. τ. ξεινοφόνος, -ον (Α)
1. αυτός που φονεύει τους ξένους
2. φρ. «ξενοφόνοι τιμαί» — τιμές που αποδίδονταν σε όσους φόνευαν ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ξεῖνος + -φόνος (< φόνος < θείνω), πρβλ. θηρο-φόνος.
Greek Monotonic
ξενοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που φονεύει ξένους, σε Ευρ.