ὀλοφυρτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀλοφυρτικός]], -ή, -όν (Α) [[ολοφύρομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ολοφυρμό, [[θρηνητικός]]<br /><b>2.</b> [[μεμψίμοιρος]], [[παραπονιάρης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀλοφυρτικῶς</i> (Α)<br />με ολοφυρτικό τρόπο, θρηνητικά. | |mltxt=[[ὀλοφυρτικός]], -ή, -όν (Α) [[ολοφύρομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ολοφυρμό, [[θρηνητικός]]<br /><b>2.</b> [[μεμψίμοιρος]], [[παραπονιάρης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀλοφυρτικῶς</i> (Α)<br />με ολοφυρτικό τρόπο, θρηνητικά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀλοφυρτικός:''' -ή, -όν, [[παραπονιάρης]], κλαψιάρης, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A inclined to lamentation, querulous, Arist.EN1125a9. Adv. -κῶς J.BJ6.5.3.
German (Pape)
[Seite 327] zum Wehklagen gehörig, geneigt, klagend, kläglich, Arist. eth. 4, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοφυρτικός: -ή, -όν, ὁ ῥέπων εἰς θρήνους, θρηνητικός, παραπονετικός, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 32. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 5, 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
plaintif, qui se lamente.
Étymologie: ὀλοφύρομαι.
Greek Monolingual
ὀλοφυρτικός, -ή, -όν (Α) ολοφύρομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ολοφυρμό, θρηνητικός
2. μεμψίμοιρος, παραπονιάρης.
επίρρ...
ὀλοφυρτικῶς (Α)
με ολοφυρτικό τρόπο, θρηνητικά.
Greek Monotonic
ὀλοφυρτικός: -ή, -όν, παραπονιάρης, κλαψιάρης, σε Αριστ.