νεοχάρακτος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεοχάρακτος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που [[μόλις]] χαράχθηκε («μετρούμενον ἴχνη τὰ κείνου νεοχάραχθ'», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[νεοχάρακτος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που [[μόλις]] χαράχθηκε («μετρούμενον ἴχνη τὰ κείνου νεοχάραχθ'», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεοχάρακτος:''' -ον ([[χαράσσω]]), αυτός που έχει χαρακτεί πρόσφατα, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοχάρακτος Medium diacritics: νεοχάρακτος Low diacritics: νεοχάρακτος Capitals: ΝΕΟΧΑΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: neocháraktos Transliteration B: neocharaktos Transliteration C: neocharaktos Beta Code: neoxa/raktos

English (LSJ)

[χᾰ], ον,

   A newly imprinted, ἴχνος S.Aj.6.

German (Pape)

[Seite 246] neu, eben erst eingegraben, eingeprägt, eingedrückt, ἴχνος, Soph. Ai. 6.

Greek (Liddell-Scott)

νεοχάρακτος: -ον, ὁ νεωστὶ χαραχθείς, ἴχνος Σοφ. Αἴ. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement empreint.
Étymologie: νέος, χαράσσω.

Greek Monolingual

νεοχάρακτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που μόλις χαράχθηκε («μετρούμενον ἴχνη τὰ κείνου νεοχάραχθ'», Σοφ.).

Greek Monotonic

νεοχάρακτος: -ον (χαράσσω), αυτός που έχει χαρακτεί πρόσφατα, σε Σοφ.