ὀξυμέριμνος: Difference between revisions
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀξυμέριμνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έτυχε [[μεγάλης]] φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι' αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέριμνα]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>μέριμνος</i>)]. | |mltxt=[[ὀξυμέριμνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έτυχε [[μεγάλης]] φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι' αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέριμνα]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>μέριμνος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀξῠμέριμνος:''' -ον ([[μέριμνα]]), αυτός που έχει μελετηθεί με [[μεγάλη]] [[λεπτομέρεια]], ενδελεχώς, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A keenly laboured or studied, παλαίσματα Ar.Ra.877 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 353] scharfe Sorge erregend, od. geschärfte Sorgfalt erfordernd, od., richtiger, durch scharfe, spitze Sorgfalt sein ausgesonnen, παλαίσματα, von Aeschylus u. Euripides Wortstreit, Ar. Ran. 877.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠμέριμνος: -ον, ὁ ὀξέως μελετηθείς, ὁ πολλῆς τυχὼν μερίμνης, παλαίσματα Ἀριστοφ. Βάτρ. 877.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui demande un esprit aiguisé, subtil.
Étymologie: ὀξύς, μέριμνα.
Greek Monolingual
ὀξυμέριμνος, -ον (Α)
αυτός που έτυχε μεγάλης φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + μέριμνα (πρβλ. πολυ-μέριμνος)].
Greek Monotonic
ὀξῠμέριμνος: -ον (μέριμνα), αυτός που έχει μελετηθεί με μεγάλη λεπτομέρεια, ενδελεχώς, σε Αριστοφ.