ὁρμιηβόλος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁρμιηβόλος]], ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που ρίχνει στη [[θάλασσα]] την [[ορμιά]], δηλ. ο [[ψαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁρμιά]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]])]. | |mltxt=[[ὁρμιηβόλος]], ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που ρίχνει στη [[θάλασσα]] την [[ορμιά]], δηλ. ο [[ψαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁρμιά]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁρμῐηβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που ψαρεύει ρίχνοντας πετονιές, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A throwing a line, AP6.196 (Stat. Flacc.), 7.693 (Apollonid.). [ῐ possible in the former, certain in the latter.]
German (Pape)
[Seite 382] die Angelschnur werfend, der Angler; Apollnds. 26 (VII, 693); Flacc. 4 (VI, 196).
Greek (Liddell-Scott)
ὁρμῑηβόλος: -ον, ὁ ῥίπτων ὁρμιάν, Ἀνθ. Π. 6. 196., 7. 693.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui jette sa ligne, pêcheur à la ligne.
Étymologie: ὁρμιά, βάλλω.
Greek Monolingual
ὁρμιηβόλος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που ρίχνει στη θάλασσα την ορμιά, δηλ. ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμιά + -βόλος (< βάλλω)].
Greek Monotonic
ὁρμῐηβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που ψαρεύει ρίχνοντας πετονιές, σε Ανθ.