ὁρμιηβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁρμιηβόλος]], ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που ρίχνει στη [[θάλασσα]] την [[ορμιά]], δηλ. ο [[ψαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁρμιά]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]])].
|mltxt=[[ὁρμιηβόλος]], ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που ρίχνει στη [[θάλασσα]] την [[ορμιά]], δηλ. ο [[ψαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁρμιά]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁρμῐηβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που ψαρεύει ρίχνοντας πετονιές, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρμῐηβόλος Medium diacritics: ὁρμιηβόλος Low diacritics: ορμιηβόλος Capitals: ΟΡΜΙΗΒΟΛΟΣ
Transliteration A: hormiēbólos Transliteration B: hormiēbolos Transliteration C: ormiivolos Beta Code: o(rmihbo/los

English (LSJ)

ον,

   A throwing a line, AP6.196 (Stat. Flacc.), 7.693 (Apollonid.). [ῐ possible in the former, certain in the latter.]

German (Pape)

[Seite 382] die Angelschnur werfend, der Angler; Apollnds. 26 (VII, 693); Flacc. 4 (VI, 196).

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμῑηβόλος: -ον, ὁ ῥίπτων ὁρμιάν, Ἀνθ. Π. 6. 196., 7. 693.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui jette sa ligne, pêcheur à la ligne.
Étymologie: ὁρμιά, βάλλω.

Greek Monolingual

ὁρμιηβόλος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που ρίχνει στη θάλασσα την ορμιά, δηλ. ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμιά + -βόλος (< βάλλω)].

Greek Monotonic

ὁρμῐηβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που ψαρεύει ρίχνοντας πετονιές, σε Ανθ.