ὀρεσσιβάτης: Difference between revisions
From LSJ
τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι → cause happiness to spring forth from the earth
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρεσσιβάτης]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ορειβάτης]]. | |mltxt=[[ὀρεσσιβάτης]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ορειβάτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρεσσῐβάτης:''' ὁ, ποιητ. αντί [[ὀρεσιβάτης]], αυτός που περιφέρεται στα βουνά, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, poet. for Ορεσιβάτης,
A mountain-roaming, Πανὸς ὀρεσσιβάτα (Dor. gen.) S.OT 1100 (lyr.), cf. Ant.350 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 373] ὁ, = ὀρειβάτης; Πάν, Soph. O. R. 1100; θήρ, Ant. 349; ταρσός, Agath. 92 (VII, 578).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεσσῐβάτης: ὁ, ποιητ. ἀντὶ ὀρεσιβάτης, ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη περιφερόμενος, Πανὸς ὀρεσσιβάτα (Δωρικ. γεν.) Σοφ. Ο. Τ. 1100, πρβλ. Ἀντ. 350.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
c. ὀρειβάτης.
Greek Monolingual
ὀρεσσιβάτης, ὁ (Α)
βλ. ορειβάτης.
Greek Monotonic
ὀρεσσῐβάτης: ὁ, ποιητ. αντί ὀρεσιβάτης, αυτός που περιφέρεται στα βουνά, σε Σοφ.