ὀρεσσιβάτης
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, poet. for ὀρεσιβάτης, mountain-roaming, Πανὸς ὀρεσσιβάτα (Dor. gen.) S.OT 1100 (lyr.), cf. Ant.350 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 373] ὁ, = ὀρειβάτης; Πάν, Soph. O. R. 1100; θήρ, Ant. 349; ταρσός, Agath. 92 (VII, 578).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
c. ὀρειβάτης.
Russian (Dvoretsky)
ὀρεσσῐβάτης: ου, дор. ᾱ (βᾰ) adj. m Soph., Anth. = ὀρειβάτης.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεσσῐβάτης: ὁ, ποιητ. ἀντὶ ὀρεσιβάτης, ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη περιφερόμενος, Πανὸς ὀρεσσιβάτα (Δωρικ. γεν.) Σοφ. Ο. Τ. 1100, πρβλ. Ἀντ. 350.
Greek Monolingual
ὀρεσσιβάτης, ὁ (Α)
βλ. ορειβάτης.
Greek Monotonic
ὀρεσσῐβάτης: ὁ, ποιητ. αντί ὀρεσιβάτης, αυτός που περιφέρεται στα βουνά, σε Σοφ.
Middle Liddell
ὀρεσσῐ-βάτης, ου, ὁ, [poetic for ὀρεσιβάτης
mountain roaming, Soph.