παλίμπλαγκτος: Difference between revisions

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλίμπλαγκτος]], -ον (Α) [[παλιμπλάζομαι]]<br />αυτός που οδηγεί [[προς]] τα [[πίσω]] ή αυτός που επιστρέφει [[πίσω]] («παλιμπλάγκτοισι δρόμοις», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[παλίμπλαγκτος]], -ον (Α) [[παλιμπλάζομαι]]<br />αυτός που οδηγεί [[προς]] τα [[πίσω]] ή αυτός που επιστρέφει [[πίσω]] («παλιμπλάγκτοισι δρόμοις», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίμπλαγκτος:''' -ον, αυτός που περιπλανιέται πηγαίνοντας προς τα [[πίσω]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμπλαγκτος Medium diacritics: παλίμπλαγκτος Low diacritics: παλίμπλαγκτος Capitals: ΠΑΛΙΜΠΛΑΓΚΤΟΣ
Transliteration A: palímplanktos Transliteration B: palimplanktos Transliteration C: palimplagktos Beta Code: pali/mplagktos

English (LSJ)

ον,

   A back-driven, δρόμοι A.Pr.838.

German (Pape)

[Seite 448] hin und wieder irrend, zurückkehrend, παλιμπλάγκτοισι χειμάζει δρόμοις, Aesch. Prom. 840.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμπλαγκτος: -ον, ὁ ὀπίσω πλανώμενος, παλιμπλάγκτοισι χειμάζει δρόμοις, ὀπισθορμήτοις δρόμοις, Αἰσχύλ. Πρ. 838.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui erre en revenant sur ses pas, errant.
Étymologie: πάλιν, πλάζω.

Greek Monolingual

παλίμπλαγκτος, -ον (Α) παλιμπλάζομαι
αυτός που οδηγεί προς τα πίσω ή αυτός που επιστρέφει πίσω («παλιμπλάγκτοισι δρόμοις», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

πᾰλίμπλαγκτος: -ον, αυτός που περιπλανιέται πηγαίνοντας προς τα πίσω, σε Αισχύλ.