παιγνία: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παιγνία]], ιων. τ. παιγνίη, ἡ (Α) [[παίγνιον]]<br /><b>1.</b> το [[παιχνίδι]], η [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> η [[εορτή]] («[[ὥστε]] κἀχθὲς θἠκάτῃ ποιοῦσα παιγνίαν... τὴν ἑταίραν ἐκάλεσ' ἐκ τῶν γειτόνων», <b>Αριστοφ.</b>). | |mltxt=[[παιγνία]], ιων. τ. παιγνίη, ἡ (Α) [[παίγνιον]]<br /><b>1.</b> το [[παιχνίδι]], η [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> η [[εορτή]] («[[ὥστε]] κἀχθὲς θἠκάτῃ ποιοῦσα παιγνίαν... τὴν ἑταίραν ἐκάλεσ' ἐκ τῶν γειτόνων», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παιγνία:''' ἡ, Ιων. -ίη, ἡ ([[παίζω]]), [[παιχνίδι]], [[διασκέδαση]], [[παιδιά]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A play, sport, game, Hdt.1.94, 2.173, LXX Jd.16.27, Phld.Rh.2.50 S. II = ἑορτή, Ar.Lys.700.
German (Pape)
[Seite 438] ἡ, Spiel, Scherz, Spott, Her. 1, 94. 2, 173 u. Sp. – Auch = Fest, τῇ 'κάτῃ ποιοῦσα παιγνίαν, Ar. Lys. 700.
Greek (Liddell-Scott)
παιγνία: Ἰων. -ίη, ἡ, παιδιά, παιγνίδιον, Ἡρόδ. 1, 94., 2. 173· πρβλ. παιδιά. ΙΙ. = ἑορτή, Ἀριστοφ. Λυσ. 700, Ἡρώνδ. ΙΙΙ, 55.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
jeu, amusement.
Étymologie: παίζω.
Greek Monolingual
παιγνία, ιων. τ. παιγνίη, ἡ (Α) παίγνιον
1. το παιχνίδι, η παιδιά
2. η εορτή («ὥστε κἀχθὲς θἠκάτῃ ποιοῦσα παιγνίαν... τὴν ἑταίραν ἐκάλεσ' ἐκ τῶν γειτόνων», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
παιγνία: ἡ, Ιων. -ίη, ἡ (παίζω), παιχνίδι, διασκέδαση, παιδιά, σε Ηρόδ.