παυσίνοσος: Difference between revisions
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που καταπαύει, που θεραπεύει νόσο, [[θεραπευτικός]] («τὸν εὑράμενον παυσινόσους ἀκέσεις», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[νόσος]]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που καταπαύει, που θεραπεύει νόσο, [[θεραπευτικός]] («τὸν εὑράμενον παυσινόσους ἀκέσεις», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[νόσος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παυσίνοσος:''' -ον, αυτός που παύει τη νόσο, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A curing sickness, ib.3.900.
German (Pape)
[Seite 538] Krankheit stillend oder heilend, ἄκεσις, Ep. ad. (App. 234).
Greek (Liddell-Scott)
παυσίνοσος: -ον, ὁ καταπαύων τὴν νόσον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 234.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui guérit la maladie.
Étymologie: παύω, νόσος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που καταπαύει, που θεραπεύει νόσο, θεραπευτικός («τὸν εὑράμενον παυσινόσους ἀκέσεις», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + νόσος.
Greek Monotonic
παυσίνοσος: -ον, αυτός που παύει τη νόσο, σε Ανθ.