παραδυναστεύω: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[ασκώ]] ισχύ ή [[επιρροή]] σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[βασιλεύω]] [[κοντά]] σε κάποιον ή [[μαζί]] με κάποιον, [[συμβασιλεύω]]. | |mltxt=ΜΑ<br />[[ασκώ]] ισχύ ή [[επιρροή]] σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[βασιλεύω]] [[κοντά]] σε κάποιον ή [[μαζί]] με κάποιον, [[συμβασιλεύω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραδῠναστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξουσιάζω]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A reign beside or with another, Th.2.97, D.C.53.19. 2 have great influence or authority with, c. dat., Id.75.14, Jul. Mis.365a.
German (Pape)
[Seite 478] neben od. mit Einem herrschen, Thuc. 2, 97 u. Sp., wie D. Cass. 53, 19.
Greek (Liddell-Scott)
παραδῠναστεύω: δυναστεύω παρά τινι, ἢ σύν τινι, Θουκ. 2. 97, Δίων Κ. 53. 19· - ἔχω μεγάλην ἰσχὺν παρά τινι, μετὰ δοτ., αὐτόθι 75· 14· - ἐντεῦθεν παραδυναστεία, Νικήτ. Χρον. 299. 11 (ἔκδ. Βόνν.)· καὶ -δυνάστευσις, αὐτόθι 14. 13, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
exercer le pouvoir à côté de ou avec, τινι.
Étymologie: παρά, δυναστεύω.
Greek Monolingual
ΜΑ
ασκώ ισχύ ή επιρροή σε κάποιον
αρχ.
βασιλεύω κοντά σε κάποιον ή μαζί με κάποιον, συμβασιλεύω.
Greek Monotonic
παραδῠναστεύω: μέλ. -σω, εξουσιάζω μαζί με κάποιον άλλο, σε Θουκ.