πεδιήρης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρες, Α<br />(για χώρες) αυτός που έχει άφθονες πεδιάδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεδίον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (I)].
|mltxt=-ῆρες, Α<br />(για χώρες) αυτός που έχει άφθονες πεδιάδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεδίον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (I)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεδιήρης:''' -ες, (*ἄρω), αυτός που έχει πολλές πεδιάδες, [[επίπεδος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδῐήρης Medium diacritics: πεδιήρης Low diacritics: πεδιήρης Capitals: ΠΕΔΙΗΡΗΣ
Transliteration A: pediḗrēs Transliteration B: pediērēs Transliteration C: pediiris Beta Code: pedih/rhs

English (LSJ)

ες,

   A abounding in plains, Θρῄκης ἂμ πεδιήρεις (vulg. ἀμπεδιήρεις) . . κελεύθους A.Pers.566 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 541] ες, aus Flächen bestehend, flächenreich, eben, Θρῄκης ἂμ πεδιήρεις δυσχίμους τε κελει θους, Aesch. Pers. 558.

Greek (Liddell-Scott)

πεδιήρης: -ες, (ἄρω) ὁ ἔχων ἀφθόνους πεδιάδας, Θράκης ἂμπεδιήρεις (κοινῶς ἀμπεδιήρεις) ... κελεύθους Αίσχύλ. Πέρσ. 566.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de plaine.
Étymologie: πεδίον, ἄρω.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
(για χώρες) αυτός που έχει άφθονες πεδιάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + -ήρης (I)].

Greek Monotonic

πεδιήρης: -ες, (*ἄρω), αυτός που έχει πολλές πεδιάδες, επίπεδος, σε Αισχύλ.