πεῖσα: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
(31)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(ποιητ. τ. του [[πειθώ]])<br /><b>1.</b> [[υπακοή]], [[ευπείθεια]], [[πειθώ]]<br /><b>2.</b> [[καθησύχαση]], [[καταπράυνση]], [[αταραξία]] («τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσηῃ [[κραδίη]] μένε τετληυῑα νωμελέως», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ja</i>].
|mltxt=ἡ, Α<br />(ποιητ. τ. του [[πειθώ]])<br /><b>1.</b> [[υπακοή]], [[ευπείθεια]], [[πειθώ]]<br /><b>2.</b> [[καθησύχαση]], [[καταπράυνση]], [[αταραξία]] («τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσηῃ [[κραδίη]] μένε τετληυῑα νωμελέως», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ja</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεῖσα:''' -ης, ἡ, ποιητ. αντί [[πειθώ]], [[υπακοή]], ἐν πείσῃ [[κραδίη]] μένε, δηλ. παρέμεινε ήσυχο, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεῖσα Medium diacritics: πεῖσα Low diacritics: πείσα Capitals: ΠΕΙΣΑ
Transliteration A: peîsa Transliteration B: peisa Transliteration C: peisa Beta Code: pei=sa

English (LSJ)

ης, ἡ, (πείθω) poet. for πειθώ,

   A obedience, τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσῃ κραδίη μένε, i.e. it remained calm, Od.20.23, cf. Plu.2.453d, Hdn.Gr. 1.266.

Greek (Liddell-Scott)

πεῖσα: -ης, -ἡ, (πείθω) ποιητ. ἀντὶ πειθώ, ὑπακοή, ἀταραξία, τῷ δὲ μάλ’ ἐν πείσῃ κραδίη μένε, δηλ. ἔμενεν ἥσυχος, Ὀδ. Υ. 23· πρβλ. Πλούτ. 2. 453D, Ἀρκάδ. 97.

English (Autenrieth)

(πείθω): obedience, ‘subjection,’ Od. 20.23†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ. του πειθώ)
1. υπακοή, ευπείθεια, πειθώ
2. καθησύχαση, καταπράυνση, αταραξία («τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσηῃ κραδίη μένε τετληυῑα νωμελέως», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + επίθημα -ja].

Greek Monotonic

πεῖσα: -ης, ἡ, ποιητ. αντί πειθώ, υπακοή, ἐν πείσῃ κραδίη μένε, δηλ. παρέμεινε ήσυχο, σε Ομήρ. Οδ.