παρθενόσφαγος: Difference between revisions

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που προέρχεται από [[αίμα]] σφαγμένης παρθένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαγος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>σφαγ</i>- του [[σφάζω]], <b>πρβλ.</b> <i>ἐσφάγ</i>-<i>ην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ταυρό</i>-<i>σφαγος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που προέρχεται από [[αίμα]] σφαγμένης παρθένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαγος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>σφαγ</i>- του [[σφάζω]], <b>πρβλ.</b> <i>ἐσφάγ</i>-<i>ην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ταυρό</i>-<i>σφαγος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρθενόσφᾰγος:''' -ον ([[σφάζω]]), αυτός που προέρχεται από το [[αίμα]] θυσιασμένης παρθένου, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενόσφᾰγος Medium diacritics: παρθενόσφαγος Low diacritics: παρθενόσφαγος Capitals: ΠΑΡΘΕΝΟΣΦΑΓΟΣ
Transliteration A: parthenósphagos Transliteration B: parthenosphagos Transliteration C: parthenosfagos Beta Code: parqeno/sfagos

English (LSJ)

ον, π. ῥέεθρα streams

   A of a slaughtered maiden's blood, A.Ag.209 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 522] (σφάζω), von einem geopferten Mädchen, μιαίνων παρθενοσφάγοισι ῥείθροις πατρῴους χέρας, Aesch. Ag. 209.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενόσφᾰγος: -ον, π. ῥέεθρα, ῥεῖθρα ἐξ αἵματος σφαγείσης παρθένου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 209.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui provient du meurtre d’une jeune fille.
Étymologie: παρθένος, σφάζω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που προέρχεται από αίμα σφαγμένης παρθένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -σφαγος (< θ. σφαγ- του σφάζω, πρβλ. ἐσφάγ-ην), πρβλ. ταυρό-σφαγος].

Greek Monotonic

παρθενόσφᾰγος: -ον (σφάζω), αυτός που προέρχεται από το αίμα θυσιασμένης παρθένου, σε Αισχύλ.