περιδέραιος: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μπαίνει ή φοριέται [[γύρω]] από τον τράχηλο, από τον λαιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δέρη]] «[[λαιμός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αιος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μπαίνει ή φοριέται [[γύρω]] από τον τράχηλο, από τον λαιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δέρη]] «[[λαιμός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιδέραιος:''' -ον ([[δέρη]]), αυτός που περνά γύρω από το λαιμό· ως ουσ., [[περιδέραιον]], <i>τό</i>, [[περιδέραιο]], [[κολιέ]], σε Αριστ., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδέραιος Medium diacritics: περιδέραιος Low diacritics: περιδέραιος Capitals: ΠΕΡΙΔΕΡΑΙΟΣ
Transliteration A: peridéraios Transliteration B: perideraios Transliteration C: perideraios Beta Code: peride/raios

English (LSJ)

ον, (δέρη)

   A passed round the neck, ὁ π. κόσμος Plu.Galb. 17; οἱ π. τῶν στεφάνων Id.2.647f.    II Subst. περιδέραιον, τό, necklace, Ar.Fr.320.5, Com.Adesp.146, Arist.Po.1454b24, Plu.Sert.14, Luc.Pisc.12, etc.    2 collar of a pillory, Id.Lex.10.

German (Pape)

[Seite 572] um den Hals gehend; στέφανος, Plut. Symp. 3, 1; auch περιδέῤῥαιος geschrieben, Conjug. praec. 427.

Greek (Liddell-Scott)

περιδέραιος: -ον, (δέρη) ὁ περὶ τὴν δέρην, ἤτοι τὸν τράχηλον φορούμενος, ὁ π. κόσμος Πλουτ. Γάλβ. 17· στέφανος ὁ αὐτ. 2. 647Ε, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλέα Τάτ. σ. 519. ΙΙ. περιδέραιον, τό, κόσμημα περὶ τὸν τράχηλον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 5, Ἀριστ. Ποιητ. 16, 3, Πλουτ. Σερτ. 14, Λουκ. Ἁλιεὺς 12, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περιδέραια· περιτραχήλια, ἢ ἐνώτια».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on met autour du cou.
Étymologie: περί, δέρη.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μπαίνει ή φοριέται γύρω από τον τράχηλο, από τον λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δέρη «λαιμός» + κατάλ. -αιος].

Greek Monotonic

περιδέραιος: -ον (δέρη), αυτός που περνά γύρω από το λαιμό· ως ουσ., περιδέραιον, τό, περιδέραιο, κολιέ, σε Αριστ., Πλούτ.