περικαής: Difference between revisions
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
(32) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καίει [[ολόκληρος]], ο [[πάρα]] πολύ [[θερμός]] («οἱ περικαέες [[πρός]] χεῑρα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περικαὴς [[θερμότης]]» — ανυπόφορη [[θερμότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περικαῶς</i> Α<br />([[ιδίως]] σε φρ.) «περικαῶς ἔχω τινός»<br /><b>μτφ.</b> καίγομαι από σφοδρό έρωτα, από [[πάθος]] για κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>καής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>καη</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>κάη</i>-<i>ν</i>, αόρ. του [[καίω]]), <b>πρβλ.</b> [[διακαής]]. | |mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καίει [[ολόκληρος]], ο [[πάρα]] πολύ [[θερμός]] («οἱ περικαέες [[πρός]] χεῑρα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περικαὴς [[θερμότης]]» — ανυπόφορη [[θερμότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περικαῶς</i> Α<br />([[ιδίως]] σε φρ.) «περικαῶς ἔχω τινός»<br /><b>μτφ.</b> καίγομαι από σφοδρό έρωτα, από [[πάθος]] για κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>καής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>καη</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>κάη</i>-<i>ν</i>, αόρ. του [[καίω]]), <b>πρβλ.</b> [[διακαής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περικαής:''' -ές (καίομαι), αυτός που καίγεται [[ολόγυρα]]· επίρρ. [[περικαῶς]] ἔχειν τινός, είμαι [[καυτός]] από [[αγάπη]] για..., σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A exceedingly fiery, burning hot, π. πρὸς χεῖρα Hp.Coac. 154 ; πρὸς τὴν ἁφήν ib.223, cf. Aph.5.62, etc. ; χωρίον J.BJ4.8.3 ; π. θερμότης Thphr.Ign.44. Adv. -καῶς, ἔχειν τινός to be hot with love for... Plu.Ages.11, Eun.Hist.p.274 D., cf. Id.VSp.501 B.
German (Pape)
[Seite 578] ές, ringsum angebrannt, Hippocr.; auch übertr., περικαῶς ἔχειν τινός, verliebt sein in Einen, Plut. Agesil. 11 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περικαής: -ές, καίων ὁλόγυρα ἐκ τῆς πολλῆς θερμότητος, περικαέες πρὸς χεῖρα Ἱππ. 143C, πρβλ. 155C· ἐπὶ πυρετῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀφορ. 1255, κτλ.· ἐπὶ χώρας, περικαὲς τὸ χωρίον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 8, 3· π. θερμότης Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 44. ― Ἐπίρρ. περικαῶς, περικαῶς ἔχω τινός, καίομαι ὑπὸ σφοδροῦ ἔρωτος πρός τινα, Πλούτ. Ἀγησ. 11, Εὐναπ. Ἱστ. 116. 16.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 brûlé tout autour ou de tous côtés (pays);
2 p. ext. ardent, brûlant.
Étymologie: περικαίω.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που καίει ολόκληρος, ο πάρα πολύ θερμός («οἱ περικαέες πρός χεῑρα», Ιπποκρ.)
2. φρ. «περικαὴς θερμότης» — ανυπόφορη θερμότητα.
επίρρ...
περικαῶς Α
(ιδίως σε φρ.) «περικαῶς ἔχω τινός»
μτφ. καίγομαι από σφοδρό έρωτα, από πάθος για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -καής (< θ. καη-, πρβλ. ἐ-κάη-ν, αόρ. του καίω), πρβλ. διακαής.
Greek Monotonic
περικαής: -ές (καίομαι), αυτός που καίγεται ολόγυρα· επίρρ. περικαῶς ἔχειν τινός, είμαι καυτός από αγάπη για..., σε Πλούτ.