περιρραγής: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(32)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει σπάσει από [[παντού]], ο [[σπασμένος]] [[γύρω]] [[γύρω]], ο [[ολόγυρα]] ξεσχισμένος («περιρραγὴς τὰ χείλη», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ραγ</i>- του [[ῥήγνυμι]], <b>πρβλ.</b> παθ. αορ. β' <i>ἐ</i>-<i>ρράγ</i>-<i>ην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ανα</i>-<i>ρραγής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει σπάσει από [[παντού]], ο [[σπασμένος]] [[γύρω]] [[γύρω]], ο [[ολόγυρα]] ξεσχισμένος («περιρραγὴς τὰ χείλη», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ραγ</i>- του [[ῥήγνυμι]], <b>πρβλ.</b> παθ. αορ. β' <i>ἐ</i>-<i>ρράγ</i>-<i>ην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ανα</i>-<i>ρραγής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιρρᾰγής:''' -ές, σχισμένος ή [[σπασμένος]] [[παντού]] γύρω γύρω, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρρᾰγής Medium diacritics: περιρραγής Low diacritics: περιρραγής Capitals: ΠΕΡΙΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: perirragḗs Transliteration B: perirragēs Transliteration C: perirragis Beta Code: perirragh/s

English (LSJ)

ές,

   A torn or broken round about, AP7.542 (Stat. Flacc.).

Greek (Liddell-Scott)

περιρρᾰγής: -ές, διερρωγὼς πανταχόθεν, Ἀνθ. Π. 7. 542· περιρραγὴς τὰ χείλη, ἔχων τὰ χείλη πολὺ διεστηκότα, Κλήμ. Ἀλ. 186.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 brisé tout autour;
2 largement fendu ou écarté.
Étymologie: περιρρήγνυμι.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει σπάσει από παντού, ο σπασμένος γύρω γύρω, ο ολόγυρα ξεσχισμένος («περιρραγὴς τὰ χείλη», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ρραγής (< θ. ραγ- του ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β' -ρράγ-ην), πρβλ. ανα-ρραγής].

Greek Monotonic

περιρρᾰγής: -ές, σχισμένος ή σπασμένος παντού γύρω γύρω, σε Ανθ.