Πιερικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
(Bailly1_4)
 
(6)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Piérie.<br />'''Étymologie:''' [[Πιερία]].
|btext=ή, όν :<br />de Piérie.<br />'''Étymologie:''' [[Πιερία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Πιερικός:''' -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην [[Πιερία]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Piérie.
Étymologie: Πιερία.

Greek Monotonic

Πιερικός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην Πιερία, σε Ηρόδ.