πλουτογαθής: Difference between revisions

From LSJ

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πλουταγαθής]], -ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που χαίρεται με τα πλούτη<br /><b>2.</b> αυτός που έχει άφθονα πλούτη, [[πάμπλουτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλοῦτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γᾱθής</i> / -<i>γηθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆθος]]<span style="color: red;"><</span> <i>γηθῶ</i> «[[ευφραίνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μελι</i>-<i>γαθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>γαθής</i>].
|mltxt=και [[πλουταγαθής]], -ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που χαίρεται με τα πλούτη<br /><b>2.</b> αυτός που έχει άφθονα πλούτη, [[πάμπλουτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλοῦτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γᾱθής</i> / -<i>γηθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆθος]]<span style="color: red;"><</span> <i>γηθῶ</i> «[[ευφραίνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μελι</i>-<i>γαθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>γαθής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλουτογᾱθής:''' -ές, Δωρ. αντί <i>-γηθής</i> ([[γηθέω]]), αυτός που ευφραίνεται με τον πλούτο, [[πλούσιος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουτογᾱθής Medium diacritics: πλουτογαθής Low diacritics: πλουτογαθής Capitals: ΠΛΟΥΤΟΓΑΘΗΣ
Transliteration A: ploutogathḗs Transliteration B: ploutogathēs Transliteration C: ploutogathis Beta Code: ploutogaqh/s

English (LSJ)

ές, Dor. for -γηθής, (γηθέω)

   A delighting by or in riches, wealthy, μυχός A.Ch.801 (lyr., πλουταγαθῆ cod. M.).

German (Pape)

[Seite 638] ές, dor. statt πλουτογηθής, durch Reichthum erfreuend; μυχός, Aesch. Ch. 790, nach Turneb. Conj., die alte Lesart πλουταγαθής, vornehmreich, reich adelig, ist gegen das Versmaaß.

Greek (Liddell-Scott)

πλουτογᾱθής: -ές, Δωρ. ἀντὶ -γηθής, (γηθέω) ὁ εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ πλούτῳ, πλούσιος, Αἰσχύλ. Χο. 801.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont l’opulence réjouit.
Étymologie: dor. pour *πλουτογηθής, de πλοῦτος et γηθέω.

Greek Monolingual

και πλουταγαθής, -ές, Α
1. αυτός που χαίρεται με τα πλούτη
2. αυτός που έχει άφθονα πλούτη, πάμπλουτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -γᾱθής / -γηθής (< γῆθος< γηθῶ «ευφραίνω»), πρβλ. μελι-γαθής, πολυ-γαθής].

Greek Monotonic

πλουτογᾱθής: -ές, Δωρ. αντί -γηθής (γηθέω), αυτός που ευφραίνεται με τον πλούτο, πλούσιος, σε Αισχύλ.