πλευστέον: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(6_9) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλευστέον''': ἢ έα, ῥηματ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ [[πλέω]], δεῖ [[πλεῖν]], πρέπει τις νὰ πλεύσῃ, πλευστέα Ἀριστοφ. Λυσ. 411· [[πλευστέον]]... αὐτοῖς ἐμβᾶσι Δημ. 44. 19. | |lstext='''πλευστέον''': ἢ έα, ῥηματ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ [[πλέω]], δεῖ [[πλεῖν]], πρέπει τις νὰ πλεύσῃ, πλευστέα Ἀριστοφ. Λυσ. 411· [[πλευστέον]]... αὐτοῖς ἐμβᾶσι Δημ. 44. 19. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλευστέον:''' ρημ. επίθ. από το [[πλέω]], πρέπει να πλεύσουμε, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
or πλευστέα, (πλέω)
A one must sail, πλευστέα Ar.Lys.411; πλευστέον . . αὐτοῖς ἐμβᾶσι D.4.16, cf. Them.Or.27.337c.
Greek (Liddell-Scott)
πλευστέον: ἢ έα, ῥηματ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ πλέω, δεῖ πλεῖν, πρέπει τις νὰ πλεύσῃ, πλευστέα Ἀριστοφ. Λυσ. 411· πλευστέον... αὐτοῖς ἐμβᾶσι Δημ. 44. 19.
Greek Monotonic
πλευστέον: ρημ. επίθ. από το πλέω, πρέπει να πλεύσουμε, σε Δημ.