πλέγδην: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[συμπλοκή]], μπερδεμένα («αὐτὰρ ὅ χεῑρας [[πλέγδην]] οὐκ ἀνίησιν ἀπ' αὐχένος», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (με [[τροπή]] του -<i>κ</i>- σε -<i>γ</i>- αφομοιωτικά [[προς]] το -<i>δ</i>-), <b>πρβλ.</b> <i>αρπάγ</i>-<i>δην</i>]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[συμπλοκή]], μπερδεμένα («αὐτὰρ ὅ χεῑρας [[πλέγδην]] οὐκ ἀνίησιν ἀπ' αὐχένος», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (με [[τροπή]] του -<i>κ</i>- σε -<i>γ</i>- αφομοιωτικά [[προς]] το -<i>δ</i>-), <b>πρβλ.</b> <i>αρπάγ</i>-<i>δην</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλέγδην:''' ([[πλέκω]]), επίρρ., πολύπλοκα περιπλεγμένα, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A entwined, APl.4.196 (Alc. Mess.), Opp.H.2.317.
German (Pape)
[Seite 628] adv., flechtweis, Opp. Hal. 2, 317.
Greek (Liddell-Scott)
πλέγδην: Ἐπίρρ., συμπεπλεγμένως, ἐμπεπλεγμένως, Ὀππ. Ἁλ. 2. 317, Ἀνθ. Πλαν. 196.
French (Bailly abrégé)
adv.
en entrelaçant.
Étymologie: πλέκω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με συμπλοκή, μπερδεμένα («αὐτὰρ ὅ χεῑρας πλέγδην οὐκ ἀνίησιν ἀπ' αὐχένος», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επιρρμ. κατάλ. -δην (με τροπή του -κ- σε -γ- αφομοιωτικά προς το -δ-), πρβλ. αρπάγ-δην].
Greek Monotonic
πλέγδην: (πλέκω), επίρρ., πολύπλοκα περιπλεγμένα, σε Ανθ.