πλεθρίζω: Difference between revisions
From LSJ
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[πλέθρον]]<br /><b>1.</b> [[διατρέχω]] [[απόσταση]] ενός πλέθρου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]], [[μεγαλαυχώ]]. | |mltxt=Α [[πλέθρον]]<br /><b>1.</b> [[διατρέχω]] [[απόσταση]] ενός πλέθρου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]], [[μεγαλαυχώ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλεθρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[τρέχω]] το [[διάστημα]] ενός πλέθρου, [[πλέθρον]]· μεταφ., [[καυχιέμαι]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A run the πλέθρον: metaph., 'draw the long bow', Thphr.Char.23.2 (dub.l.).
German (Pape)
[Seite 628] ursprünglich im πλέθρον auf und ab laufen; übertr., sich im Reden ergehen, großprahlen, aufschneiden, Theophr. char. 23.
Greek (Liddell-Scott)
πλεθρίζω: τρέχω διάστημα πλέθρου· μεταφορ., μεγαλαυχῶ, Θεοφρ. Χαρακτ. 23.
French (Bailly abrégé)
1 donner la mesure d’un arpent ; courir le plèthre;
2 fig. discourir longuement.
Étymologie: πλέθρον.
Greek Monolingual
Α πλέθρον
1. διατρέχω απόσταση ενός πλέθρου
2. μτφ. καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαλαυχώ.
Greek Monotonic
πλεθρίζω: μέλ. -σω, τρέχω το διάστημα ενός πλέθρου, πλέθρον· μεταφ., καυχιέμαι, σε Θεόκρ.