πλανύττω: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, πλανύσσω Α<br />περιφέρομαι εδώ κι [[εκεί]], [[πλανώμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός ενεστ. σε -<i>ύττω</i>, πιθ. [[ποιητικός]] τ. [[αντί]] του <i>πλανῶμαι</i>. Ο τ. <i>πλαν</i>-<i>ύσσω</i> πιθ. [[κατά]] τα [[ἀλύσσω]], <i>πτερύσσω</i>].
|mltxt=ΜΑ, πλανύσσω Α<br />περιφέρομαι εδώ κι [[εκεί]], [[πλανώμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός ενεστ. σε -<i>ύττω</i>, πιθ. [[ποιητικός]] τ. [[αντί]] του <i>πλανῶμαι</i>. Ο τ. <i>πλαν</i>-<i>ύσσω</i> πιθ. [[κατά]] τα [[ἀλύσσω]], <i>πτερύσσω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλᾰνύττω:''' = <i>πλανάομαι</i>, περιπλανιέμαι [[ολόγυρα]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰνύττω Medium diacritics: πλανύττω Low diacritics: πλανύττω Capitals: ΠΛΑΝΥΤΤΩ
Transliteration A: planýttō Transliteration B: planyttō Transliteration C: planytto Beta Code: planu/ttw

English (LSJ)

   A = πλανάομαι, wander about, Ar.Av.3.

German (Pape)

[Seite 625] = πλανάομαι, umherirren, Ar. Av. 3.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰνύττω: πλανάομαι, περιπλανῶμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 3.

French (Bailly abrégé)

errer.
Étymologie: πλάνη.

Greek Monolingual

ΜΑ, πλανύσσω Α
περιφέρομαι εδώ κι εκεί, πλανώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σε -ύττω, πιθ. ποιητικός τ. αντί του πλανῶμαι. Ο τ. πλαν-ύσσω πιθ. κατά τα ἀλύσσω, πτερύσσω].

Greek Monotonic

πλᾰνύττω: = πλανάομαι, περιπλανιέμαι ολόγυρα, σε Αριστοφ.