πισσόομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(6)
(No difference)

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Greek Monotonic

πισσόομαι: Αττ. πιττ-, Μέσ. (πίσσα), αφαιρώ τις τρίχες με ένα έμπλαστρο από πίσσα, σε Λουκ.