ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
πισσόομαι: Αττ. πιττ-, Μέσ. (πίσσα), αφαιρώ τις τρίχες με ένα έμπλαστρο από πίσσα, σε Λουκ.