πλωτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />navigateur.<br />'''Étymologie:''' [[πλώω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />navigateur.<br />'''Étymologie:''' [[πλώω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλωτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[πλώω]]), [[ναύτης]], [[θαλασσοπόρος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· περιλαμβάνει τους κωπηλάτες και τους άλλους ναύτες, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλωτήρ Medium diacritics: πλωτήρ Low diacritics: πλωτήρ Capitals: ΠΛΩΤΗΡ
Transliteration A: plōtḗr Transliteration B: plōtēr Transliteration C: plotir Beta Code: plwh/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (πλώω)

   A sailor, seaman, Archyt. ap. Stob.3.1.112, Ar.Ec.1087, Pl.R. 489a; including rowers, navigators, and passengers, Arist.Pol.1276 b20, 1279a4, Plot.4.3.21; epith. of the Dioscuri, IG42(1).511 (Epid., ii A. D.).    2 swimmer, Nonn.D.1.65, al., Musae.2; of fishes, Opp. H.2.196.    II as Adj., floating, λόφος Nonn.D.23.107.

German (Pape)

[Seite 639] ῆρος, ὁ, = πλώτης; Ar. Eccl. 1087, Plat. Rep. VI, 489 a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πλωτήρ: -ῆρος, ὁ, (πλώω) ναύτης, θαλασσοπόρος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1087, Πλάτ. Πολ. 489Α· περιλαμβάνει δὲ τὸ ὄνομα τούς τε ἐρέτας καὶ τοὺς ἄλλους ναύτας, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 2, πρβλ. 3. 6, 7. 2) κολυμβητής, Μουσαῖος 2.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
navigateur.
Étymologie: πλώω.

Greek Monotonic

πλωτήρ: -ῆρος, ὁ (πλώω), ναύτης, θαλασσοπόρος, σε Αριστοφ., Πλάτ.· περιλαμβάνει τους κωπηλάτες και τους άλλους ναύτες, σε Αριστ.