ποθόβλητος: Difference between revisions
From LSJ
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.)<br /><b>2.</b> αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κεραυνό</i>-<i>βλητος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.)<br /><b>2.</b> αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κεραυνό</i>-<i>βλητος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποθόβλητος:''' -ον, ερωτοχτυπημένος, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A love-stricken, Nonn.D.4.225, AP6.71 (Paul. Sil.), 9.620 (Id.). II Act., causing desire, Nonn.D.15.235, al.
German (Pape)
[Seite 645] von Verlangen, Sehnsucht, Liebe getroffen, verwundet; ἔργα, Paul. Sil. 41. 63 (VI, 71. IX, 620), u. a. sp. D., wie Nonn. D. 8, 254. 10, 268.
Greek (Liddell-Scott)
ποθόβλητος: -ον, ὑπὸ πόθου βληθείς, ἐρωτόληπτος, Ἀνθ. Π. 6. 71., 9. 620, Νόνν. Δ. 4. 225.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
atteint d’un désir passionné.
Étymologie: πόθος, βάλλω.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.)
2. αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + -βλητος (< βάλλω «χτυπώ»), πρβλ. κεραυνό-βλητος].
Greek Monotonic
ποθόβλητος: -ον, ερωτοχτυπημένος, σε Ανθ.