πολιόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(33)
(6)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-τριχος, β, ή, ΜΑ<br />αυτός που έχει ψαρές [[τρίχες]] στο [[κεφάλι]] του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολιός]] «[[ψαρός]], [[υπόλευκος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>), <b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-[[θριξ]]].
|mltxt=-τριχος, β, ή, ΜΑ<br />αυτός που έχει ψαρές [[τρίχες]] στο [[κεφάλι]] του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολιός]] «[[ψαρός]], [[υπόλευκος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>), <b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-[[θριξ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολιόθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, γκριζομάλλης, αυτός που έχει γκρίζα [[κόμη]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 655] τριχος, grauhaarig, Strab. 7, 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολιόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολιὰν τὴν κόμην, ἱέρειαι Στράβ. 293.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux blancs, chenu.
Étymologie: πολιός, θρίξ.

Greek Monolingual

-τριχος, β, ή, ΜΑ
αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό-θριξ].

Greek Monotonic

πολιόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, γκριζομάλλης, αυτός που έχει γκρίζα κόμη, σε Στράβ.